κατωμέρι — το πεδινή περιοχή: Το χειμώνα πάνε στα κατωμέρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek
κατωμερίτης — ίτισσα, ίτικο [κατωμέρι] αυτός που κατάγεται από πεδινό μέρος, καμπήσιος … Dictionary of Greek
κατώμερος — η, ο [κατωμέρι] κατωμερίτης* … Dictionary of Greek
Βάμος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 665 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Βρίσκεται χτισμένος αμφιθεατρικά πάνω σε λόφο, στο βόρειο τμήμα της πρώην επαρχίας. Ήταν πρωτεύουσα της παλαιάς επαρχίας, ενώ σήμερα αποτελεί έδρα του… … Dictionary of Greek
Μεγανησίου, δήμος — Δήμος (1.092 κατ.) του νομού Λευκάδος, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Κατωμερίου, Βαθέως και Σπαρτοχωρίου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός Κατωμέρι … Dictionary of Greek